εγκαινιάζω

εγκαινιάζω
εγκαινίασα, εγκαινιάστηκα, εγκαινιασμένος, μτβ.
1. κάνω τα εγκαίνια.
2. μτφ., μεταχειρίζομαι κάτι για πρώτη φορά: Εγκαινίασε νέα τακτική.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εγκαινιάζω — εγκαινιάζω, εγκαινίασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εγκαινιάζω — (Μ ἐγκαινιάζω) 1. τελώ τα εγκαίνια 2. χρησιμοποιώ για πρώτη φορά καινούργιο πράγμα 3. εφαρμόζω κάτι για πρώτη φορά («εγκαινίασε νέα τακτική») μσν. αγιάζω …   Dictionary of Greek

  • αγκαίνιαστος — η, ο 1. αυτός που δεν εγκαινιάστηκε, ανεγκαινίαστος (για ναούς που δεν καθιερώθηκαν με την εκκλησιαστική τελετή τών εγκαινίων) 2. αυτός που δεν χρησιμοποιήθηκε ακόμη, αμεταχείριστος, καινούργιος (για ρούχα, δοχεία κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ.… …   Dictionary of Greek

  • εκθεώ — ἐκθεῶ ( όω) (Α) θεοποιώ, αποθεώνω 2. (για ναό ή ιερό τόπο) εγκαινιάζω 3. πνίγω ιερό ζώο για μαγικούς σκοπούς …   Dictionary of Greek

  • ενθρονίζω — και ενθρονιάζω (AM ἐνθρονίζω) [ένθρονος] 1. (για ηγεμόνες ή επισκόπους) εγκαθιστώ κάποιον ηγεμόνα, ανεβάζω στον θρόνο 2. μέσ. ενθρονίζομαι θρονιάζομαι, εγκαθίσταμαι και παραμένω κάπου απρόσκλητος παριστάνοντας τον αρχηγό μσν. 1. καθαγιάζω,… …   Dictionary of Greek

  • θρονιάζω — (Μ θρονιάζω) [θρόνος] (για ηγεμόνες και αρχιερείς) ενθρονίζω νεοελλ. 1. βάζω κάποιον να καθίσει κάπου 2. μέσ. θρονιάζομαι α) κάθομαι κάπου με πλήρη άνεση, στρογγυλοκάθομαι β) εγκαθίσταμαι κάπου σαν να είχα όλα τα δικαιώματα μσν. καθαγιάζω,… …   Dictionary of Greek

  • καθιερώνω — (AM καθιερῶ, όω, Α ιων. τ. κατιρῶ, όω) 1. αφιερώνω κάτι σε θεό, τό καθαγιάζω, τό καθορίζω ως ιερό («τῆ μὲν γὰρ Ἀθηναίᾳ καθιέρωσεν εἰς ἀναθήματα πεντακισχιλίους στατῆρας», Λυσ.) 2. καθιστώ ή καθορίζω κάτι ως ιερό, καθαγιάζω, καθοσιώνω 3. θεσπίζω… …   Dictionary of Greek

  • καινώ — (I) καινῶ, έω (Α) [καινός] επιζητώ νεωτερισμούς. (II) καινῶ, όω (Α) [καινός] 1. καθιστώ κάτι νέο, μεταβάλλω, αλλάζω 2. τελώ τα εγκαίνια ενός οικοδομήματος, εγκαινιάζω 3. ανακαινίζω, ανανεώνω …   Dictionary of Greek

  • προοιμιάζομαι — ΝΜΑ, και ενεργ. τ. προοιμιάζω Μ και συνηρ. τ. φροιμιάζομαι Α [προοίμιον] κάνω προοίμιο, κάνω εισαγωγή, προλογίζω μσν. αρχ. 1. λέω κάτι σαν προοίμιο, αναφέρω προλογικά (α. «προοιμιάζων ἔλεγεν ὁ Σολομών», Μεθόδ. β. «τί φροιμιάζει νεοχμόν; ἐξαύδα… …   Dictionary of Greek

  • σελίδα — η / σελίς, ίδος, ΝΜΑ καθεμιά από τις δύο όψεις γραμμένου ή τυπωμένου χαρτιού νεοελλ. 1. ναυτ. το πρόσθετο ζώμα τών λέμβων που βρίσκεται πάνω από την κουπαστή, αλλ. πέλλα 2. στον πληθ. οι σελίδες μτφ. α) ιστορική πράξη, κατόρθωμα («ο στρατός μας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”